Λάσος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάσω — Λάσος masc nom/voc/acc dual Λάσος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάσου — Λάσος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάσῳ — Λάσος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛАС — I. • Las, Λάα, Λα̃, Λα̃ς, древний город в Лаконии, упоминаемый уже Гомером на морском берегу к югу от города Гифея, до процветания последнего бывший гаванью Лаконии, в римскую же эпоху обратившийся в деревню, ничем не защищенную… … Реальный словарь классических древностей
ЛАС — I. • Las, Λάα, Λα̃, Λα̃ς, древний город в Лаконии, упоминаемый уже Гомером на морском берегу к югу от города Гифея, до процветания последнего бывший гаванью Лаконии, в римскую же эпоху обратившийся в деревню, ничем не защищенную… … Реальный словарь классических древностей
Λασίσματα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὡς σοφιστοῡ τοῡ Λάσου καὶ πολυπλόκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Λάσος (αρχαίος ποιητής) με επίδραση τής λ. σόφ ισμα] … Dictionary of Greek
ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek